- μονόστιβος
- -η, -οανατ. αυτός που αποτελείται από μία μόνο στιβάδα («μονόστιβο επιθήλιο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επένδυμα — το (ΑΝ) [επενδύω] νεοελλ. 1. περίβλημα, περικάλυμμα 2. λεπτός, μονόστιβος υμένας που καλύπτει τις κοιλίες τού εγκεφάλου και τον κεντρικό σωλήνα τού νωτιαίου μυελού αρχ. πανωφόρι, επενδύτης … Dictionary of Greek